- ευχετώμαι
- εὐχετῶμαι, -άομαι, επικ. τ. αντί εὔχομαι (Α)(μόνο στον ενεστ. και πρτ.)1. δέομαι, προσεύχομαι, παρακαλώ2. καυχώμαι3. κομπορρημονώ, μεγαλαυχώ, αλαζονεύομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ρηματ. τ. σε -άω (ευχετώμαι) προϋποτίθεται από αντίστοιχους διεκτεταμένους τύπους (ευχετόωνται κ.τ.ό.). δεν πρόκειται για μετονοματικό παράγωγο (< ευχέτης), αλλά για παράλληλο προς το εύχομαι σχηματισμό, μετρικά παρεκτεταμένο].
Dictionary of Greek. 2013.